- ἀμπελικόν
- ἀμπελικόςof the vinemasc acc sgἀμπελικόςof the vineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχρεία — ἡ, Α 1. προκαταβολική δόση χρημάτων, προπληρωμή που δίνεται ως δάνειο 2. αρχικό κεφάλαιο για εμπορικές επιχειρήσεις 3. εγκατάσταση επιχείρησης με εργαλεία, σκεύη («ἀμπελικὸν χωρίον... καὶ προχρείας καὶ χρηστήρια», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προχρῶμαι… … Dictionary of Greek